νεγροειδής
Greek Monolingual
-ές
αυτός που μοιάζει με τους νέγρους, που παρουσιάζει κοινά ή συγγενή φυλετικά χαρακτηριστικά με τις φυλές τών μαύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + -ειδής].
-ές
αυτός που μοιάζει με τους νέγρους, που παρουσιάζει κοινά ή συγγενή φυλετικά χαρακτηριστικά με τις φυλές τών μαύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + -ειδής].