νεηνίης

English (LSJ)

νεῆνις, νεηνίσκος, Ion. for νεᾱν-: so νέηξ for νέαξ.

German (Pape)

[Seite 236] ὁ, ion. = νεανίας, w. m. s. In der Od. stets adj., = νέος, so νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, νεηνίαι ἄνδρες, 10, 278. 14, 524, wie Her. 7, 99 u. sp. D. in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ion. c. νεανίας.

Greek (Liddell-Scott)

νεηνίης: νεῆνις, νεηνίσκος, Ἰων. ἀντὶ νεαν-: οὕτω νέηξ, ἀντὶ νέαξ.

English (Autenrieth)

(Att. νεᾶνίᾶς): young (man), youth, always w. ἀνήρ. (Od.)

Greek Monolingual

νεηνίης, ὁ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. νεανίας.

Greek Monotonic

νεηνίης: νεῆνις, νεηνίσκος, Ιων. αντί νεᾱν-.