νεικητήρ

English (LSJ)

ὁ, v.l. for νεικεστήρ, Hes.Op.716.

German (Pape)

[Seite 236] ῆρος, ὁ, v.l. für νεικεστήρ, bei Hes.

Greek (Liddell-Scott)

νεικητήρ: διάφορ. γραφ. ἀντὶ νεικεστήρ, παρ’ Ἡσιόδ.

Greek Monolingual

νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
βλ. νεικεστήρ.