νεκρεγέρτης

Greek Monolingual

νεκρεγέρτης, ὁ (Α)
(για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εγείρει τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -εγέρτης (< ἐγείρω)].