νεκροδέγμων

English (LSJ)

νεκροδέγμον, gen. ονος, receiving the dead, Ἅιδης A.Pr.153 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 237] ονος, Todte fassend, aufnehmend, Ἅιδης, Aesch. Prom. 153.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδέγμων: 2, gen. ονος приемлющий мертвых (Ἃιδης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδέγμων: -ον, -ονος, ὁ δεχόμενος τοὺς νεκρούς, Ἅιδης Αἰσχύλ. Πρ. 152.

Greek Monolingual

νεκροδέγμων, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς («Ἅιδου του νεκροδέγμονος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, κυμοδέγμων].

Greek Monotonic

νεκροδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τους νεκρούς (ο Άδης), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεκρο-δέγμων, ον, δέχομαι
receiving the dead, Aesch.