νεκροπορθμεύς

Greek (Liddell-Scott)

νεκροπορθμεύς: -έως, ὁ, ὁ διαπορθμεύων τοὺς νεκρούς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλῆ.

Greek Monolingual

νεκροπορθμεύς, -έως, ὁ (Μ)
(για τον Χάρωνα) αυτός που περνά τους νεκρούς στον Άδη με το πλοίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πορθμεύς.