νεκταρόβλυστος
Greek (Liddell-Scott)
νεκταρόβλυστος: δρόσος, ἀναβλύζουσα νέκταρ δρόσος, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 216, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
νεκταρόβλυστος, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει νέκταρ («νεκταρόβλυστος δρόσος», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βλυστος (< βλύζω «αναβλύζω»)].