δρόσος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ,
A dew, Hdt.2.68, Pl.Ti.59e: pl., A.Ag.336, S.Aj.1208 (lyr.), etc.
2 in Poets, pure water, ποντία δρόσος A.Eu.904; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT255, 1192; ποταμίᾳ δ. Id.Hipp.127 (lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78; ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA182 (lyr.); δρόσος alone, Ἀχελῴου δ. Id.Andr.167; καθαραῖς δρόσοις Id.Ion 96 (lyr.); ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339.
3 of other liquids, δρόσος ἀμπέλου Pi.O.7.2; δρόσος φοινία A.Ag.1390, etc.; ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19; δ. καλάμου sugar, Antyll. ap. Orib.10.27.18: metaph., δρόσος κώμων Pi.P. 5.99.
4 down on the cheek, δρόσος καὶ χνοῦς Ar.Nu.978, cf. Plu.2.79d.
II metaph., the young of animals, A.Ag.141 (lyr., pl.): in sg., δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [plu. dat. δρόσοισιν Nic.Fr.74.46]
I 1rocío frec. plu. ἐν ... οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη ... πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαχθέντες ahora ya viven en las casas, liberados de las heladas y el rocío A.A.336, δρόσοι πίπτουσι Hp.Aër.6, cf. S.Ai.1208, θερμότερον ... ἐστι τὸ ὕδωρ (ἐν τῷ ποταμῷ) ... τῆς δρόσου Hdt.2.68, cf. E.Andr.227, τὰ μὲν (ἔντομα) ἐκ τῆς δρόσου (γίνεται) según la teoría de la generación espontánea, Arist.HA 551a1, cf. Ar.Nu.330, X.Cyn.5.3, Pl.Ti.59e, Arist.Mu.394a15, Thphr.CP 2.9.3, Nic.l.c., LXX Da.3.68, Ph.2.175, Plu.2.384b, AP 7.31.8 (Diosc.), I.AI 8.319, Aesop.195.1, Luc.Icar.13, Epict.Gnom.26, Nonn.D.42.289, ἐγένετο ... δ. λεπτή en el horno de Daniel, Hippol.Dan.2.32, cf. Origenes Or.16.3, Chrys.M.57.54
•fig. τοῖς αἰδοίοις δ. καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978, τὰν ... πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ de las victorias atléticas, Pi.I.6.64, ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ Pi.P.5.99, ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου Philostr.Ep.63, πάντα τῶν ἀμβροσίων πεπλήρωται δρόσων en el prado de la virtud, Meth.Symp.198
•en frases hechas ἅμα δρόσῳ con el rocío, e.d. con el alba Theoc.15.132, en la expr. δ. καὶ χνοῦς la flor y nata, lo más selecto Plu.2.79d.
2 rocío n. dado a Isis ἐγώ εἰμι Ἶσις ἡ καλουμένη δ. PMag.12.234.
II usos meton. y fig.
1 rocío, gotas, licor, equiv. agua ἐκ ποντίας δρόσου A.Eu.904, ποταμίᾳ δρόσῳ E.Hipp.127, cf. 78, ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις E.IA 182, Ἀχελώιου δ. E.Andr.167, cf. Carm.Conu.34(c).5, ἐναλίᾳ δρόσῳ E.IT 255, cf. 1192, Io 96, καλπίσι τ' ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339
•equiv. vino σταφυλῶν ... αἱματίο<ι>ς δρόσο<ι>ς Hes.Fr.381.2, ἀμπέλου ... δρόσῳ Pi.O.7.2
•equiv. aceite ἐλαιηρῆς ... δρόσου AP 5.4.2 (Phld.)
•del maná, I.AI 3.27
•de sustancias dulces como miel, Philostr.Iun.Im.13.2, producidas por vegetales δρόσου ... ἣ μέλιτος δίκην ἐπὶ τοὺς δόνακας τῶν ποταμῶν ἱζάνει Philostr.Her.77.1, καλάμου δρόσῳ Antyll. en Orib.10.27.19
•ref. distintos humores corporales, equiv. sangre φοινίας δρόσου A.A.1390, δ. αἱματηρά E.IT 443, del flujo femenino ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον Ar.Eq.1285.
2 descendencia, cría δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν <λε>όντων A.A.141.
3 rocío, alivio, refresco celestial, en lit. jud.-crist. ἡ γὰρ δ. παρὰ σοῦ ἴαμα αὐτοῖς ἐστιν LXX Is.26.19, θησαυρὸν ... δρόσῳ πνεύματος ἁγίου περιτετειχισμένον Clem.Al.QDS 34.1, δρόσοι ... εὐσεβείας Origenes Mart.27, δρόσου οὐρανίου ... σβεννυούσης πᾶν πῦρ ἀφ' ἡμῶν Origenes Mart.33, cf. Chrys.M.57.53.
4 δρόσους· chipr. ἀχρείους Hsch.
• Etimología: Et. muy dud.: a) ¿Pelásgico, rel. c. gót. driusan ‘caer desde arriba’, maa. trōr ‘lluvia’?; b) término pop. c. pref. δ- rel. c. lat. rōs? (habría que aceptar una -ss- geminada).
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Übertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, θαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Übh. alles Weiche, Zarte; von jungen Tieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῦς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. rosée ; fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d'un animal, etc.) ; duvet naissant;
II. p. ext.
1 eau, particul. eau de mer, eau de fleuve, eau de source;
2 en gén. tout liquide.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Russian (Dvoretsky)
δρόσος: ἡ
1 тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.;
2 вода, влага (ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.): δ. ἀμπέλου Pind. = οἶνος; φοινία δ. Aesch. = αἷμα; ἐλαιηρὴ δ. Anth. = ἔλαιον; ἡ ἀπόπτιστος δ. Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος;
3 свежесть, отрада (ὕμνων Pind.);
4 детеныш (δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.);
5 молодой пушок (δ. καὶ χνοῦς Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δρόσος: ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε ὡσαύτως ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ λέξις εἶνε ἕρση, ἐέρση. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὕδωρ, ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις αὐτόθι 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· ὡσαύτως μόνον δρόσος, Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., δρόσος ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141.
English (Slater)
δρόσος (ἡ) dew met. φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. wine (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of praise (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)
Greek Monolingual
(I)
η (AM δρόσος, η
Μ δρόσος, το)
1. σταγονίδια νερού πάνω στη χλόη, στα φύλλα τών φυτών, στις στέγες κ.λπ. τα οποία σχηματίζονται από την ψύξη τών υδρατμών λόγω της νυκτερινής ακτινοβολίας και με καιρό αίθριο και νηνεμία
2. υγρασία
αρχ.-μσν.
ευχαρίστηση, απόλαυση
μσν.
1. βροχή
2. αγιασμός
αρχ.
1. νερό
2. βροχή,
3. νεογνό ζώου
4. το ανδρικό σπέρμα
5. παιδί, τέκνο
6. φρ. α) «δρόσος ἀμπέλου» — κρασί
β) «φοινία δρόσος» — φονικό αίμα, αίμα από φόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την προέλευση του ονόματος (ότι πρόκειται για πελασγικό τ. ή ότι προέρχεται από τη λ. ύδωρ), οι οποίες όμως παραμένουν αναπόδεικτες. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δημώδη τ. με προθηματικό -δ- και διπλό -ς-, που στην ιωνική-αττική απλοποιήθηκε, (πρβλ. λατ. rōs) δεν φαίνεται επίσης πειστική. Το γένος της λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς το θηλυκό έρση].
(II)
το
βλ. δρόσος, η.
Greek Monotonic
δρόσος: ἡ,
I. 1. δροσιά, Λατ. ros, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. καθαρό νερό, σε Αισχύλ.
II. οτιδήποτε τρυφερό, όπως ἕρση II, τα μικρά των ζώων, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: dew, often of several fluids (Hdt., Pi.); in A. Ag. 141 (lyr., pl.) = young animals (λεόντων), thus Call. Hek. 1, 2, 3; after Bechtel Lex. 139 and Benveniste BSL 45, 102 A. 1 metonymia; diff. Leumann Hom. Wörter 258 n. 11; cf. on ἕρσαι.
Other forms: on the genus Schwyzer-Debrunner 32 n. 4, 34 n. 1)
Derivatives: Adjectives dewy, fluid: δροσόεις (Sapph.), δροσώδης (com.), δροσερός (E.), δροσινός (AP), δρόσιμος (Plu.; s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 98). Abstract δροσία (Orac. ap. Luk. Alex. 53, Cat. Cod. Astr., also NGr.; on the meaning Scheller Oxytonierung 54f.). - Hypocorist. δροσαλλίς name of a Bithynian wine (Gp.); s. Chantr. Form. 252. - Denomin. δροσίζω sprinkle, make dew (Ar.) with δροσισμός (Olymp. Alch.); δροσόομαι be sprinkled with dew (Anakreont.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Older views in Bq; wrong also Sapir Lang. 15, 185. No doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
δρόσος, ἡ, n
I. dew, Lat. ros, Hdt.; in plural, Aesch., etc.
2. pure water, Aesch., Eur.
3. of other liquids, δρ. φονία, of blood, Aesch.
II. any thing tender, like ἕρση II, the young of animals, Aesch.
Frisk Etymology German
δρόσος: (zum Genus Schwyzer-Debrunner 32 A. 4, 34 A. 1)
{drósos}
Grammar: f.
Meaning: Tau, oft übertr. von verschiedenen Flüssigkeiten (Hdt., Pi. usw., vorw. poet.); bei A. Ag. 141 (lyr., pl.) = Jungtiere (λεόντων), ähnl. Kall. Hek. 1, 2, 3; nach Bechtel Lex. 139 und Benveniste BSL 45, 102 A. 1 Metonymie; anders Leumann Hom. Wörter 258 A. 11; vgl. zu ἕρσαι.
Derivative: Davon mehrere Adjektive tauig, feucht: δροσόεις (poet. seit Sapph.), δροσώδης (Kom.), δροσερός (E., Ar., AP), δροσινός (AP), δρόσιμος (Plu.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 98).
Etymology: Abstraktbildung δροσία (Orac. ap. Luk. Alex. 53, Cat. Cod. Astr., auch ngr.; zur Bedeutung usw. Scheller Oxytonierung 54f.). — Hypokoristisch δροσαλλίς Ben. eines bithynischen Weins (Gp.); zur Bildung Chantraine Formation 252. — Denominative Verba: δροσίζω besprengen, Tau bilden (Ar., Arist. usw.) mit δροσισμός (Olymp. Alch.); δροσόομαι mit Tau besprengt werden (Anakreont.). Nicht sicher erklärt. Nach v. Windekens KZ 73, 26f. als pelasgisch zu got. driusan herabfallen, mhd. trōr Tau, Regen usw. Ältere Vorschläge von Johansson, Brugmann, Meillet, Grošelj, alle unglaubhaft, sind bei Bq und v. Windekens referiert; abzulehnen ebenfalls Sapir Lang. 15, 185 (zu ὕδωρ).
Page 1,419-420
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ rocío como advoc. de Isis ἐγώ εἰμι Ἶσις ἡ καλουμένη δ. yo soy Isis, a la que llaman rocío P XII 234
Translations
dew
Ahom: 𑜃𑜩, 𑜃𑜩𑜐𑜫; Amis: 'o'ol; Andi: щиб; Arabic: نَدَى, طَلّ, سَقِيط; Moroccan Arabic: ندى; Armenian: ցող, շաղ; Aromanian: aroauã; Assamese: নিয়ৰ; Asturian: rosada, orbayu, rociu; Avar: щуб; Azerbaijani: şeh, şəbnəm, jalə, nəmçik; Bashkir: ысыҡ; Basque: ihintz, garo; Bau Bidayuh: jumieh, jumieh; Belarusian: раса; Bengali: শিশির, শবনম; Bikol Central: tunog; Brunei Bisaya: ambun; Budukh: шегь; Bulgarian: роса; Burmese: ဆီးနှင်း; Cappadocian Greek: σ̌άγι; Catalan: rosada, rou; Cebuano: yamog; Central Melanau: mun; Chechen: тхир; Chepang: सीत्; Chinese Dungan: лўфи, луфи; Mandarin: 露水, 露; Czech: rosa; Dalmatian: ruzuda; Danish: dug; Daur: suidur; Dongxiang: xiaojierun; Drung: nvmnor; Dutch: dauw; Eastern Cham: ꨀꨳꨩ ꨆꨆꨶꨮꩉ, ꨆꨆꨶꨮꩉ; Esperanto: roso; Estonian: kaste; Even: хилэс; Faroese: døgg; Finnish: kaste; French: rosée; Friulian: rosade; Galician: resío, rosada, relento, orballo; Georgian: ნამი; German: Tau; Godoberi: щиби; Gorontalo: wonu; Greek: πάχνη, δροσιά, δρόσος; Ancient Greek: δρόσος, δροσία, ἕρση; Gujarati: ઝાકળ; Hebrew: טל; Hindi: ओस, शबनम, नम; Hungarian: harmat; Hunsrik: Daa; Iban: embun; Icelandic: dögg; Indonesian: embun; Ingush: тхир; Interlingua: rore; Iranun: damug, ambun; Irish: drúcht; Istriot: ruzàda; Italian: rugiada; Japanese: 露; Kazakh: шық; Khmer: សន្សើម; Kimaragang: bolobou; Korean: 이슬; Kurdish Central Kurdish: خوناو, ئاوِنگ, شەونِم; Laki: ئاڤێ; Northern Kurdish: xunav, avî, şevnem; Southern Kurdish: ئاوِنگ, ئانگوو, شەونِم; Kyrgyz: шүүдүрүм; Lao: ນ້ຳຄ້າງ, ເໝືອຍ, ເໝີຍ; Latgalian: rosa; Latin: ros; Latvian: rasa; Lezgi: чиг; Lithuanian: rasa; Lotud: bolobou; Louisiana Creole French: larozé, séren; Luxembourgish: Da; Macedonian: роса; Malagasy: ando; Malay: embun, nyamur; Maltese: nida; Manchu: ᠰᡳᠯᡝᠩᡤᡳ; Maori: haukōpata, haukū, kōpata, haurahi, haurutu, hautaorua, hautōrua, taituri, haunui, taituri; Marathi: दव; Mazanderani: شی; Middle English: dew; Mongolian: шүүдэр; Nanai: силэмсэ; Navajo: dahtooʼ; Norwegian Bokmål: dogg, dugg; Nynorsk: dogg; Occitan: rosada; Old Church Slavonic: роса; Old English: dēaw; Old Norse: dǫgg; Oriya: କାକର; Oromo: fixeensa; Pacoh: lataq tulúc; Pashto: شبنم; Persian: شبنم, ژاله, نم, افشک; Punjabi: ਤ੍ਰੇਲ, ਤਰੇਲ; Plautdietsch: Deiw; Polish: rosa; Portuguese: orvalho, sereno, riço; Romanian: rouă; Romansch: rugada; Rungus: bbollobbou; Russian: роса, росинка; Saanich: so,sX̱; Sanskrit: अवश्या, दानु; Sardinian: lentore, saghina, sanenu; Scots: dyow; Serbo-Croatian Cyrillic: ро̀са; Roman: ròsa; Shan: ၼၢႆး; Shor: арчы; Sichuan Yi: ꍑꒉ; Slovak: rosa; Slovene: rosa; Sorbian Lower Sorbian: rosa; Upper Sorbian: rosa; Southern Altai: чык; Spanish: rocío, sereno, relente; Swahili: umande; Swedish: dagg; Tabasaran: чиг; Tagal Murut: bolobou; Tagalog: hamog; Tajik: жола; Tatar: чык; Thai: น้ำค้าง; Timugon Murut: bolobou; Turkish: şebnem, çiy, çiğ, kırağı, jale; Turkmen: çyg; Ugaritic: 𐎉𐎍; Ukrainian: роса; Urdu: اوس, شبنم, نم, ژالہ; Uyghur: شەبنەم; Uzbek: shabnam; Vietnamese: sương; Volapük: gödaluim; Welsh: gwlith; West Coast Bajau: ambun; White Hmong: lwg; Yakkha: छेक; Yiddish: טוי
sugar
Abkhaz: ашьақар; Adyghe: шъоущыгъу, шэкэр; Afrikaans: suiker; Albanian: sheqer; Ambonese Malay: gula; Amharic: ሱካር; Arabic: سُكَّر; Egyptian Arabic: سكر; Gulf Arabic: شكر; Hijazi Arabic: سُكَّر; Iraqi Arabic: شكر; Juba Arabic: sukar; South Levantine Arabic: سُكَّر; Aragonese: zucre, azúcar; Archi: чахар; Arikara: kaʾít; Armenian: շաքար; Aromanian: zahari; Assamese: চুৰা, চেনি; Assiniboine: cąšmúyabi; Asturian: zucre; Atong: chini; Avar: чакар; Azerbaijani: şəkər, qənd; Baluchi: شکل, شکر; Bashkir: шәкәр; Basque: azukre; Belarusian: цукар; Bengali: চিনি, শর্করা; Biatah Bidayuh: guraa; Bikol Central: asukar; Bole: sukur; Breton: sukr; Brunei Malay: gula; Buginese: golla; Bulgarian: захар; Burmese: သကြား; Buryat: саахар, шэхэр; Caddo: habeh'tsu wid'dish; Catalan: sucre; Cebuano: asukar; Central Melanau: gula; Chakma: 𑄌𑄨𑄚𑄨; Chechen: шекар; Cherokee: ᎧᎵᏎᏥ; Cheyenne: vé'keemahpe; Chichewa: shuga; Chinese Cantonese: 糖; Dungan: тон; Eastern Min: 糖; Gan: 糖; Hakka: 糖; Hokkien: 糖; Jin: 糖; Mandarin: 糖; Northern Min: 糖; Wu: 糖; Xiang: 糖; Chuvash: сахӑр; Classical Nahuatl: chiyancaca, Caxtīllān chiyancaca; Classical Syriac: ܫܟܪ; Coptic: ⲍⲁⲭⲣⲓ; Cornish: sugra; Corsican: zuccheru, zuccaru; Cree: ᓲᑳᐤ; Crimean Tatar: şeker; Czech: cukr; Dakota: chąhą́pi; Danish: sukker; Daur: sateng; Dhivehi: ހަކުރު; Dongxiang: tan; Dutch: suiker; East Yugur: shkir; Erzya: сахор; Esperanto: sukero; Estonian: suhkur; Evenki: сахар, хахар; Faroese: sukur; Fijian: suka; Finnish: sokeri; Franco-French: sucre; Old French: çucre; Friulian: zucar; Gagauz: şeker; Galician: azucre; Gamilaraay: dhuga; Georgian: შაქარი; German: Zucker; Alemannic German: Zucker; Gilbertese: tioka; Greek: ζάχαρη; Ancient Greek: ἃλς Ἰνδικός, δρόσος, σάκχαρ, σάκχαρι, σάκχαρις; Guaraní: eiratã, asuka; Gujarati: સાકર, ખાંડ; Haitian Creole: sik; Hausa: sukari; Hawaiian: kōpaʻa; Hebrew: סוכר / סֻכָּר; Hindi: चीनी, शर्करा, शक्कर, मिसरी; Ho: cini; Hungarian: cukor; Hunsrik: Zucker; Iban: gula; Icelandic: sykur; Ido: sukro; Ilocano: asukar; Indonesian: gula, sakar; Ingrian: saahkara, sukuri; Interlingua: sucro; Inuktitut: ᓱᑲᒃ; Inupiaq: avu; Irish: siúcra; Middle Irish: siúcra; Istriot: soûcaro; Italian: zucchero; Japanese: 砂糖; Javanese: gula, gendhis; Jingpho: jum dwi, jum dui; Kabardian: фошыгъу; Kaingang: asuka; Kalasha: šakhór; Kalmyk: шикр; Kannada: ಸಕ್ಕರೆ; Karachay-Balkar: шекер; Karakalpak: qant; Karelian: zouheri; Kazakh: қант, шекер; Khakas: сахар; Khmer: ស្ករ; Khowar: شوکھور; Komi-Permyak: сакар; Konkani: साक्कर; Korean: 설탕(雪糖), 사탕(砂糖); Kumyk: шекер; Kurdish Central Kurdish: شهکر; Northern Kurdish: şekir; Kyrgyz: шекер, кант; Ladino: asúkuar; Lakota: čhaŋháŋpi; Lao: ນ້ຳຕານ; Latgalian: cukrys; Latin: saccharum; Latvian: cukurs; Lezgi: шекер; Ligurian: sûccao; Limburgish: sókker; Lingala: sukáli; Lithuanian: cukrus; Lombard: zuccher; Low German: Sucker, Ssucker, Zucker; Lü: ᦒᦱᧂᧉ, ᦀᦾᧉ; Luxembourgish: Zocker; Macedonian: шеќер; Makasar: golla; Malagasy: siramamy; Malay: gula, sakar; Malayalam: പഞ്ചസ്സാര; Maltese: zokkor; Manchu: ᡧᠠᡨᠠᠨ; Mangghuer: ber; Mansaka: asokar; Manx: shugyr; Maori: huka; Maranao: gola'; Marathi: साखर; Mari Eastern Mari: сакыр, шикар; Marshallese: juga; Matukar: to; Middle Low German: sucker; Middle Persian Minangkabau: gulo; Mingrelian: შანქარი; Moksha: захар; Mon: သဂြာ; Mongolian Cyrillic: чихэр, сахар; Mongolian: ᠰᠢᠬᠢᠷ; Narom: chucre; Nauruan: ituga; Navajo: áshįįh łikan; Nepali: सखर, चिनी; Norman: chucre; Northern Amami Northern Northern Norwegian Bokmål: sukker; Nynorsk: sukker; Occitan: sucre; Odia: ଚିନି; Old East Slavic: сахаръ; Oromo: shukkaaraa, sukkaara; Ossetian: сӕкӕр; Ottoman Turkish: شكر; Pali: sakkharā; Pannonian Rusyn: цукер; Papiamentu: suku; Pashto: شکره, بوره; Pawnee: rakiícuʾ; Persian Dari: شَکَر, بورَه; Iranian Persian: شَکَر, شَکَّر, شِکَر; Picard: chuque; Piedmontese: sùcher; Plautdietsch: Zocka; Polish: cukier; Portuguese: açúcar; Punjabi: ਖੰਡ, ਸ਼ੱਕਰ, ਮਿਸ਼ਰੀ; Quechua: misk'i; Rohingya: siní; Romagnol: ẓócar; Romanian: zahăr; Romansch: zutger; Russian: сахар; Rwanda-Rundi: isukari; Sami Inari Sami: sukkâr; Samoan: suka; Samogitian: sokros; Sanskrit: शर्करा; Santali: ᱪᱤᱱᱤ; Sardinian: tzùcaru; Saterland Frisian: Sukker; Scots: succar; Scottish Gaelic: siùcar; Serbo-Croatian Cyrillic: шѐћер; Roman: šèćer; Shan: ႀၵျႃ, သၵျႃး, ၵိူဝ်ဝၢၼ်; Shona: shuga; Shor: сакер; Sicilian: zuccuru; Sindhi: کنڊ; Sinhalese: සීනි, ශර්කරා; Skolt Sami: sukkâr, säähhar; Slovak: cukor; Slovene: sladkor; Somali: sonkor; Sorbian Lower Sorbian: cukor; Upper Sorbian: cokor; Sotho: tswekere; Southern Altai: чикир, шикир; Spanish: azúcar, sacarosa; Sundanese: gula; Svan: შაქარ; Swabian: Zuggå; Swahili: sukari; Swedish: socker; Tabasaran: шекер; Tagalog: asukal; Tahitian: tihota; Tai Nüa: ᥐᥫᥝᥣᥢᥴ; Tajik: шакар, қанд; Tamil: சக்கரை; Taos: kophàʼąsíne; Tatar: шикәр; Tausug: sukal; Telugu: చెక్కర, పంచదార, చక్కెర, శర్కర, చీనీ; Tetum: masin-midar; Thai: น้ำตาล; Tibetan: ཀར, ཁར; Tigrinya: ሽኰር; Tillamook: ch'ee-svn-tu; Tlingit: shóogaa; Tocharian B: śakkār; Tok Pisin: suga; Tongan: suka; Tsonga: chukela; Tswana: sukiri; Tumbuka: shuga; Turkish: şeker; Turkmen: şeker, gant; Tuvan: чигир; Udmurt: сахар; Ukrainian: цукор; Unami: shukël; Urdu: چِینی, شَکَّر, مِصْری; Uyghur: شېكەر; Uzbek: shakar, qand; Venetan: sùcaro; Vietnamese: đường), chất đường; Volapük: jueg, juegabetadajueg, betadajueg; Walloon: souke; Welsh: siwgr; West Frisian: sûker; Western Panjabi: شکر; White Hmong: qab zib; Xhosa: iswekile; Yakut: саахар; Yiddish: צוקער; Yup'ik: caarralaq, saarralaq; Zhuang: dangz; Zulu: ushukela