νεοεία

English (LSJ)

ἡ, = νεοίη, Sch.Il.23.604.

German (Pape)

[Seite 241] ἡ, = νεοίη, nur Schol. Il. 23, 604.

Greek Monolingual

νεοεία, ἡ (Α)
βλ. νεοίη.