νεοίη

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοίη Medium diacritics: νεοίη Low diacritics: νεοίη Capitals: ΝΕΟΙΗ
Transliteration A: neoíē Transliteration B: neoiē Transliteration C: neoii Beta Code: neoi/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. for νεότης, youthful passion, νόον νίκησε νεοίη Il.23.604.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, poet. = νεότης, Jugendlichkeit, Jugendhitze, Il. 23, 604.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. pour *νεοία;
ardeur ou folie de jeunesse.
Étymologie: νέος.

Russian (Dvoretsky)

νεοίη:юношеский пыл, молодой задор Hom.

Greek (Liddell-Scott)

νεοίη: ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ νεότης, νεανικὸν πάθος, ὁρμή, νόον νίκησε νεοίη Ἰλ. Ψ. 604.

English (Autenrieth)

youthfulness, youthful thoughtlessness, Il. 23.604†.

Greek Monolingual

νεοίη και νεοεία, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή
2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια.

Greek Monotonic

νεοίη: ἡ, Επικ. αντί νεότης, νεανικό πάθος, νεανική ορμή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεοίη, ἡ, [epic for νεότης
youthful passion, Il.