νεοίη
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ἡ, Ep. for νεότης, youthful passion, νόον νίκησε νεοίη Il.23.604.
German (Pape)
[Seite 242] ἡ, poet. = νεότης, Jugendlichkeit, Jugendhitze, Il. 23, 604.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. pour *νεοία;
ardeur ou folie de jeunesse.
Étymologie: νέος.
Russian (Dvoretsky)
νεοίη: ἡ юношеский пыл, молодой задор Hom.
Greek (Liddell-Scott)
νεοίη: ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ νεότης, νεανικὸν πάθος, ὁρμή, νόον νίκησε νεοίη Ἰλ. Ψ. 604.
English (Autenrieth)
youthfulness, youthful thoughtlessness, Il. 23.604†.
Greek Monolingual
νεοίη και νεοεία, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή
2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια.
Greek Monotonic
νεοίη: ἡ, Επικ. αντί νεότης, νεανικό πάθος, νεανική ορμή, σε Ομήρ. Ιλ.