νεοελληνικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες ή στη νεώτερη Ελλάδα, σε αντιδιαστολή με τους αρχαίους Έλληνες ή την αρχαία Ελλάδα
2. το θηλ. ως ουσ. η Νεοελληνική
η γλώσσα τών νεωτέρων Ελλήνων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νεοελληνικά
το μάθημα της νεώτερης ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεοέλλην. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Πλ. Πετρίδη].