νεοκλαδής

English (LSJ)

νεοκλαδές, with new branches, Hdn.Gr.2.683.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκλαδής: -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.

Greek Monolingual

νεοκλαδής, -ές και νεόκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει νέα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κλαδής / -κλαδος (< κλάδος), πρβλ. πολυκλαδής].