νεοσχιδής

English (LSJ)

νεοσχιδές, just split or cloven, ὄρος Nonn. D. 45.307.

German (Pape)

[Seite 245] ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσχιδής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, ὄρος Νόνν. Δ. 25. 307.

Greek Monolingual

νεοσχιδής, -ές (Α)
αυτός που σχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ- του σχίζω), πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής].