νεοττία

German (Pape)

[Seite 245] u. νεοττιά, att. = νεοσσία u. νεοσσιά.

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες.