νερούτσικον

Greek Monolingual

νερούτσικον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του νερό) νεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + υποκορ. κατάλ. -ούτσικον, ουδ. της κατάλ. -ούτσικος].