νευρόκαυλος
English (LSJ)
νευρόκαυλον, with fibrous stem, Thphr. HP 7.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόκαυλος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐννευρόκαυλος.
Greek Monolingual
νευρόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ινώδη βλαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + καυλός «βλαστός»].
German (Pape)
mit sehnigem, faserigem Stengel, Theophr.