νεφελόθεν

Greek (Liddell-Scott)

νεφελόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.

Greek Monolingual

νεφελόθεν (Α)
επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].