νεφοειδής

English (LSJ)

νεφοειδές, = νεφελοειδής, Epicur.Ep.2p.51U., AP9.396 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεφελοειδής.
Étymologie: νέφος, εἶδος.

German (Pape)

ές, = νεφελοειδής, Paul.Sil. 72 (IX.396).

Russian (Dvoretsky)

νεφοειδής: Anth. = νεφελοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

νεφοειδής: -ές, = νεφελοειδής, Ἀνθ. Π. 9. 396.

Greek Monolingual

νεφοειδής, -ές (Α)
νεφελοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -ειδής].

Greek Monotonic

νεφοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με σύννεφο, όπως το νεφελοειδής, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεφο-ειδής, ές εἶδος
cloud-like, Anth.