Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νεφομήκης
Greek (Liddell-Scott)
νεφομήκης: -ες, φθάνων μέχρι τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.
Greek Monolingual
νεφομήκης, -ες (Α) αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, του οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<νέφος+ -μήκης (<μῆκος), πρβλ. ουρανομήκης].