νεφομαντεία

Greek Monolingual

η (Α νεφομαντεία)
μαντεία η οποία ασκείται με παρατήρηση του σχήματος και της κίνησης τών νεφών, αλλ. νεφελομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μαντεία.