Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νεφοσκόπιο
Greek Monolingual
το (μετεωρ.) μετεωρολογικό όργανο το οποίο χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της υψομετρικής βάσης τών νεφώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephoscope (<νέφος+ -σκόπιο< -σκόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδαΠρωία].