νεφρόλιθος

Greek Monolingual

ο
ιατρ. λίθος ο οποίος σχηματίζεται στους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrolith (< νεφρο- + λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ν. Γ. Πιλάβιο].