νεφόβλητος

Greek Monolingual

νεφόβλητος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονόβλητος].

German (Pape)

aus den Wolken geworfen, χάλαζα, Nonn. D. 2.439.