νεόστρατος
English (LSJ)
νεόστρατον, = νεοστράτευτος (recruit), τείρων (Lat. tiro) PMon. 2.2 (vi AD).
Greek Monolingual
νεόστρατος, -ον (Α)
νεοστράτευτος.
νεόστρατον, = νεοστράτευτος (recruit), τείρων (Lat. tiro) PMon. 2.2 (vi AD).
νεόστρατος, -ον (Α)
νεοστράτευτος.