νεοστράτευτος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
[ᾰ], ον, recruit, App.BC2.74.
German (Pape)
[Seite 245] neu im Kriegsdienst, den ersten Feldzug machend, tiro, App. B. C.
Greek (Liddell-Scott)
νεοστράτευτος: -ον, νεοσύλλεκτος στρατιώτης, ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεόλεκτος.
Greek Monolingual
νεοστράτευτος, -ον (Α)
αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).