νεῖμεν

English (LSJ)

νεῖμαν, νεῖμον, Ion. aor. of νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

νεῖμεν: νεῖμαν, νεῖμον, Ἰων. ἀόρ. τοῦ νέμω.

Greek Monotonic

νεῖμεν: Ιων. αντί ἔνειμεν, γʹ ενικ. αορ. αʹ του νέμω.