νηπιοβαπτισμός

Greek Monolingual

ο
εκκλ. η τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος σε νηπιακή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + βαπτισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Π. Ρομπότη].