νηχαλέος

English (LSJ)

α, ον, = νηκτός, φύσις Xenocr. ap. Orib.2.58.1, cf.12.

Greek (Liddell-Scott)

νηχᾰλέος: -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.

Greek Monolingual

νηχαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, νηφαλέος)].

German (Pape)

schwimmend, von νήχω, Xenocrat.