ἡ, fem. of Νικητήρ, conqueress, Glossaria.
[Seite 256] ἡ, fem. zu νικητήρ, Siegerinn, Sp.
νικήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ νικητήρ, ἡ νικῶσα, Γλωσσ., ἴδε ὅμως Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
η (ΑΜ νικήτρια)βλ. νικητής.