νικαγωγεύς

Greek Monolingual

νικαγωγεύς, -έως, ό (Μ)
(για τον Θεό) αυτός που οδηγεί προς την νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἀγωγεύς (< ἄγω)].