νικοποιόν, causing victory, Aq.Ps.4.1, al.
[Seite 257] den Sieg machend, bringend, Euseb.
νῑκοποιός: -όν, ὁ φέρων νίκην, σταυρὸς Εὐσέβ. ἐν βίῳ Κωνσταν. 1. 41.
νικοποιός, -όν (ΑΜ) νίκηαυτός που επιφέρει νίκη, νικηφόρος.