Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και γνοιάζει(τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος»)[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι / γνοιάζομαι].