νοιάζει

Greek Monolingual

και γνοιάζει
(τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος»)
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι / γνοιάζομαι].