νοιάζομαι

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και γνοιάζομαι
1. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, μεριμνώ, έχω έγνοια
2. έχω προβλήματα που μέ απασχολούν, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐννοιάζομαι < ἔννοια + κατάλ. -ζω, με σίγηση του αρκτικού -ε-. Ο τ. γνοιάζομαι με ανάπτυξη -γ- προ του -ν- (πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)].