νομοδόχος

Greek (Liddell-Scott)

νομοδόχος: -ον, ὁ, ὁ δεχόμενος τὸν νόμον, Μεθόδ. 369C.

Greek Monolingual

νομοδόχος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παραλαμβάνει, που δέχεται τον νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολοδόχος].