νομολατρεία

Greek (Liddell-Scott)

νομολατρεία: ἡ, ἡ λατρεία τοῦ νόμου, Μιχ. Σύγγελ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 368, 7.

Greek Monolingual

νομολατρεία, ἡ (Μ)
η λατρεία του νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + λατρεία.