νοοσφαλής

English (LSJ)

νοοσφαλές, (σφάλλω) = νοοπλανής II, Nonn. D. 17.277.

Greek (Liddell-Scott)

νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.

Greek Monolingual

νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομοσφαλής, μεθυσφαλής].

German (Pape)

ές, = νοοπλανής, Nonn. D. 17.277.