ηο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων («δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -τροπία (< τρόπος), απόδοση του γαλλ. mentalite].