νοσολόγος

Greek Monolingual

ο
ιατρ. επιστήμονας ειδικευμένος στη νοσολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nosologiste < νόσος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].