νοσφίδιος

English (LSJ)

α, ον, clandestine, Hes.Fr.187.

German (Pape)

entfernt, verstohlen, λαθραῖος, Hesych.; Hes. bei Schol. Plat. 45.

Russian (Dvoretsky)

νοσφίδιος: (ῐδ) удаленный, скрытый (ἔργα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].