νουσαλέος
Greek (Liddell-Scott)
νουσᾰλέος: -α, -ον, (νοῦσα) νοσηρός, νοσώδης, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 9.
Greek Monolingual
νουσαλέος, -α, -ον (Α)
νοσηρός, νοσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηραλέος, θαρραλέος)].
German (Pape)
(ion. und poet. für νοσαλέος, welchesnicht vorkommt), kränklich, krank, Nonn.