Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νταής
Greek Monolingual
ο 1.άνθρωποςγενναίος και ικανός για θαρραλέες πράξεις, παλικαράς 2. (συν. με ειρωνική σημ.) άτομο που παριστάνει τον γενναίο, ψευτοπαλικαράς. [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. dayi].