ντροπιαστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό ντροπιάζω
αυτός που επιφέρει ή που προξενεί ντροπή σε κάποιον, αυτός που προσβάλλει κάποιον («ντροπιαστική συμπεριφορά»).
επίρρ...
ντροπιαστικά
με ντροπιαστικό τρόπο.
-ή, -ό ντροπιάζω
αυτός που επιφέρει ή που προξενεί ντροπή σε κάποιον, αυτός που προσβάλλει κάποιον («ντροπιαστική συμπεριφορά»).
επίρρ...
ντροπιαστικά
με ντροπιαστικό τρόπο.