ντροπιάζω
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Greek Monolingual
ντροπή
1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τον εκθέτω, τον προσβάλλω («του μίλησε με τρόπο που τον ντρόπιασε μπροστά στους φίλους του»)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας μου («με τα καμώματά σου ντροπιάζεις τους γονείς σου»)
3. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή για τις δικές του πράξεις
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ντροπιασμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ντροπιαστεί, εξευτελισμένος.