νυκτιχόρευτος

English (LSJ)

νυκτιχόρευτον, belonging to nightly dances, Nonn. D. 12.391.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐχόρευτος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.

Greek Monolingual

νυκτιχόρευτος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («λαμπάδα νυκτιχόρευτον», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χορεύω.

German (Pape)

mit nächtlichem Reigen, Nonn. D. 9.118 und öfter.