νυκτοστράτηγος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, commander of the night-watch, POxy. 933.24 (ii A. D.), PLips.39.3 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοστράτηγος: ὁ, (ἴσως ταὐτὸ τῷ νυκτέπαρχος, præfectus vigilum), Digest. L. IV, 18. 12.

Greek Monolingual

νυκτοστράτηγος, ὁ (Α)
αρχηγός νυχτερινής φρουράς, πιθ. ο νυκτέπαρχος.