νυκτοτροπισμός
Greek Monolingual
και νυκτιτροπισμός, ο
βοτ. τροπισμός υπό την επίδραση του σκότους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctitropism < νύξ, νυκτός + τροπισμός].
και νυκτιτροπισμός, ο
βοτ. τροπισμός υπό την επίδραση του σκότους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctitropism < νύξ, νυκτός + τροπισμός].