νυκτοφυλακία

English (LSJ)

ἡ, night-watch, PCair.Zen.329.6(iii B. C.), Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ φυλακὴ τῆς νυκτός, τὸ φυλάττειν διὰ νυκτός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτοφυλακία, ἡ (Α) νυκτοφύλαξ
η νυκτοφυλακή, η νυχτερινή φρουρά.

German (Pape)

ἡ, das Bewachen bei Nacht, die Nachtwache, Sp.