νυμφομανής

Greek Monolingual

-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphomaniac < νύμφη + -μανής (< μαίνομαι)].