νυχεγρεσία

English (LSJ)

ἡ, = νυκτηγρεσία, AP5.263 (Paul. Sil.).

German (Pape)

ἡ, = νυκτηγρεσία, Paul.Sil. 10 (V.264).

Russian (Dvoretsky)

νῠχεγρεσία: ἡ ночное бдение: ἔργα νυχεγρεσίης Anth. плоды ночных трудов.

Greek (Liddell-Scott)

νῠχεγρεσία: ἡ, = νυκτηγρεσία, Ἀνθ. Π. 5. 264.

Greek Monolingual

νυχεγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.