νωγαλίζω

English (LSJ)

νωγαλεύω, Alex. 275; pf. Pass. ἐνωγάλισται in Eub. 15.7 is f.l. for νενωγ.

Greek (Liddell-Scott)

νωγαλίζω: τῷ προηγ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 5· - ὁ Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1. 7 μεταχειρίζεται ἀνώμαλον πρκμ. παθ. ἐνωγάλισται, περὶ οὗ ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

νωγαλιζω (Α) νώγαλα
νωγαλεύω.

German (Pape)

νωγαλεύω; Alexis bei Ath. I.28d; Eubul. ib. XIV.622d, auffallend ἐνωγάλισται, wie auch Eust. 1163.23 bemerkt.